πινακογραφία

πινακογραφία
πινακογραφίᾱ , πινακογραφία
drawing of maps
fem nom/voc/acc dual
πινακογραφίᾱ , πινακογραφία
drawing of maps
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πινακογραφία — η, ΝΜΑ η ζωγραφική σε κινητό ξύλινο πίνακα αρχ. η εικονογράφηση, η κατασκευή γεωγραφικού χάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίναξ, ακος + γραφία*] …   Dictionary of Greek

  • πινακογραφίαν — πινακογραφίᾱν , πινακογραφία drawing of maps fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

  • πινακογραφικός — ή, όν, ΜΑ [πινακογραφία] αυτός που μοιάζει με γεωγραφικό πίνακα, με χάρτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”